συνθετικῶς

συνθετικῶς
συνθετικός
skilled in putting together
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κορτιζόνη — Στεροειδής ορμόνη που συντίθεται από τη χοληστερόλη στον φλοιό των επινεφριδίων, με την επίδραση της κορτικοτρόπου ορμόνης. Ανήκει στα κορτικοστεροειδή, μαζί με την κορτιζόλη (ή υδροκορτιζόνη) και την κορτικοστερόνη. Η κ. απομονώθηκε για πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • κορτικοτροπίνη — η 1. (ενδοκριν.) πολυπεπτιδική ορμόνη που παράγεται στην υπόφυση και ρυθμίζει τη δραστηριότητα τού φλοιού τών επινεφριδίων 2. (φαρμ.) η συνθετικώς παρασκευασμένη παρόμοια ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην …   Dictionary of Greek

  • σαλικυλικός — ή, ό, Ν 1. χημ. ονομασία κατηγορίας χημικών ενώσεων 2. φρ. α) «σαλικυλική αλδεΰδη» χημ. κυκλική οργανική ένωση, φαινόλη και, συγχρόνως, αρωματική αλδεΰδη, άχρωμο ελαιώδες υγρό με οσμή πικραμυγδάλου, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στην… …   Dictionary of Greek

  • συνθετικός — ή, ό / συνθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνθετος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύνθεση ή ο ικανός και έμπειρος στη σύνθεση (α. «συνθετική μέθοδος» μια από τις κυριότερες μεθόδους διδασκαλίας β. «συνθετικός νους» γ. «φαντασία συνθετική», Στωικ.) 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”